κόντιλος

κόντιλος
κόντιλος, ὁ (Α)
(υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. -ιλος (πρβλ. στρόβ-ιλος < στρόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόντιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόντιλον — κόντιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”